- ῥοδοβαφής
- ῥοδο-βᾰφής, ές,A rose-coloured, PHolm.19.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ροδοβαφής — ές, ΝΑ βαμμένος με χρώμα ρόδου, ροδόχρους, τριανταφυλλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. μηλο βαφής, οινο βαφής] … Dictionary of Greek
ῥοδοβαφές — ῥοδοβαφής rose coloured masc/fem voc sg ῥοδοβαφής rose coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδοβαφοῦς — ῥοδοβαφής rose coloured masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek